πολεμαρχείον

πολεμαρχείον
ή πολεμάρχιον, τὸ, Α
βλ. πολεμάρχειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολεμάρχειον — πολεμάρχειος of masc/fem acc sg πολεμάρχειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμάρχειος — ον, ουδ. και εῖον και πολεμάρχιον, Α [πολέμαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολέμαρχο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολεμάρχειον ή πολεμαρχεῖον ή πολεμάρχιον η κατοικία τού πολεμάρχου …   Dictionary of Greek

  • Тесмотеты — (θεσμοθέται). Из 9 афинских архонтов (см.) первые 3 носили особые имена (αρχων έπώνυμος, ά. βασιλευς, ά. πολέμαρχος), остальные же образовали коллегию из 6 лиц и назывались тесмотетами. Первые 3 архонта имели до Солона свои особые присутственные… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Тесмотеты — Связать? …   Википедия

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”